- ἀντλητικός
- ἀντλ-ητικός, ή, όν,A for irrigation,
ἄξων POxy.137.20
(vi A.D.); suitable for irrigation,κτήματα PFlor.148.3
(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄξων POxy.137.20
(vi A.D.); suitable for irrigation,κτήματα PFlor.148.3
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντλητικός — ή, ό ο κατάλληλος για άντληση νερού … Dictionary of Greek
αντλητικός — ή, ό ο κατάλληλος για άντληση: Έφερε για το κτήμα του αντλητικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)